- στενόρρινοι
- οι узконосые обезьяны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στενόρρινος — η, ο / στενόρρινος, ον, ΝΜ αυτός που έχει στενή μύτη νεοελλ. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι στενόρρινοι ζωολ. άλλη ονομασία τών κατάρρινων πιθήκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + ρρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. οξύ ρρινος] … Dictionary of Greek